ατοξικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατοξικός η ατοξική το ατοξικό
      γενική του ατοξικού της ατοξικής του ατοξικού
    αιτιατική τον ατοξικό την ατοξική το ατοξικό
     κλητική ατοξικέ ατοξική ατοξικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατοξικοί οι ατοξικές τα ατοξικά
      γενική των ατοξικών των ατοξικών των ατοξικών
    αιτιατική τους ατοξικούς τις ατοξικές τα ατοξικά
     κλητική ατοξικοί ατοξικές ατοξικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατοξικός < α- + τοξικός

Επίθετο

ατοξικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη τόξο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.