ατμοσφαιρική πίεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατμοσφαιρική πίεση οι ατμοσφαιρικές πιέσεις
      γενική της ατμοσφαιρικής πίεσης των ατμοσφαιρικών πιέσεων
    αιτιατική την ατμοσφαιρική πίεση τις ατμοσφαιρικές πιέσεις
     κλητική ατμοσφαιρική πίεση ατμοσφαιρικές πιέσεις
Συνήθως στον ενικό.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ατμοσφαιρική πίεση <  δείτε τις λέξεις ατμοσφαιρικός και πίεση

Προφορά

ΔΦΑ : /a.tmo.sfe.ɾiˈci ˈpi.e.si/

Πολυλεκτικός όρος

ατμοσφαιρική πίεση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.