ατμοηλεκτρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατμοηλεκτρικός η ατμοηλεκτρική το ατμοηλεκτρικό
      γενική του ατμοηλεκτρικού της ατμοηλεκτρικής του ατμοηλεκτρικού
    αιτιατική τον ατμοηλεκτρικό την ατμοηλεκτρική το ατμοηλεκτρικό
     κλητική ατμοηλεκτρικέ ατμοηλεκτρική ατμοηλεκτρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατμοηλεκτρικοί οι ατμοηλεκτρικές τα ατμοηλεκτρικά
      γενική των ατμοηλεκτρικών των ατμοηλεκτρικών των ατμοηλεκτρικών
    αιτιατική τους ατμοηλεκτρικούς τις ατμοηλεκτρικές τα ατμοηλεκτρικά
     κλητική ατμοηλεκτρικοί ατμοηλεκτρικές ατμοηλεκτρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατμοηλεκτρικός < ατμο- + ηλεκτρικός

Επίθετο

ατμοηλεκτρικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.