ατείχιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατείχιστος η ατείχιστη το ατείχιστο
      γενική του ατείχιστου της ατείχιστης του ατείχιστου
    αιτιατική τον ατείχιστο την ατείχιστη το ατείχιστο
     κλητική ατείχιστε ατείχιστη ατείχιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατείχιστοι οι ατείχιστες τα ατείχιστα
      γενική των ατείχιστων των ατείχιστων των ατείχιστων
    αιτιατική τους ατείχιστους τις ατείχιστες τα ατείχιστα
     κλητική ατείχιστοι ατείχιστες ατείχιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατείχιστος < α- στερητ. + τειχίζω

Επίθετο

ατείχιστος

  • ο μη περιβαλλόμενος από προστατευτικό τείχος, ανοχύρωτος
    η πόλη καταλήφθηκε εύκολα, καθώς ήταν ατείχιστη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.