ασφάλτινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασφάλτινος | η | ασφάλτινη | το | ασφάλτινο |
| γενική | του | ασφάλτινου | της | ασφάλτινης | του | ασφάλτινου |
| αιτιατική | τον | ασφάλτινο | την | ασφάλτινη | το | ασφάλτινο |
| κλητική | ασφάλτινε | ασφάλτινη | ασφάλτινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασφάλτινοι | οι | ασφάλτινες | τα | ασφάλτινα |
| γενική | των | ασφάλτινων | των | ασφάλτινων | των | ασφάλτινων |
| αιτιατική | τους | ασφάλτινους | τις | ασφάλτινες | τα | ασφάλτινα |
| κλητική | ασφάλτινοι | ασφάλτινες | ασφάλτινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη άσφαλτος
Μεταφράσεις
ασφάλτινος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.