ασυνόρευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυνόρευτος η ασυνόρευτη το ασυνόρευτο
      γενική του ασυνόρευτου της ασυνόρευτης του ασυνόρευτου
    αιτιατική τον ασυνόρευτο την ασυνόρευτη το ασυνόρευτο
     κλητική ασυνόρευτε ασυνόρευτη ασυνόρευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυνόρευτοι οι ασυνόρευτες τα ασυνόρευτα
      γενική των ασυνόρευτων των ασυνόρευτων των ασυνόρευτων
    αιτιατική τους ασυνόρευτους τις ασυνόρευτες τα ασυνόρευτα
     κλητική ασυνόρευτοι ασυνόρευτες ασυνόρευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασυνόρευτος < α- στερητικό + συνορεύω

Επίθετο

ασυνόρευτος

  • (για κτήματα ή χώρες) που δεν έχει με άλλον κοινά σύνορα
    η Ελλάδα και η Σερβία είναι ασυνόρευτες χώρες, γιατί τους χωρίζει η Π.Γ.Δ.Μ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.