ασυντόνιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασυντόνιστος | η | ασυντόνιστη | το | ασυντόνιστο |
| γενική | του | ασυντόνιστου | της | ασυντόνιστης | του | ασυντόνιστου |
| αιτιατική | τον | ασυντόνιστο | την | ασυντόνιστη | το | ασυντόνιστο |
| κλητική | ασυντόνιστε | ασυντόνιστη | ασυντόνιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασυντόνιστοι | οι | ασυντόνιστες | τα | ασυντόνιστα |
| γενική | των | ασυντόνιστων | των | ασυντόνιστων | των | ασυντόνιστων |
| αιτιατική | τους | ασυντόνιστους | τις | ασυντόνιστες | τα | ασυντόνιστα |
| κλητική | ασυντόνιστοι | ασυντόνιστες | ασυντόνιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ασυντόνιστος
- (για μουσικό όργανο) που δεν έχει συντονιστεί, δεν κουρδίστηκε στον ίδιο τόνο
- (μτφ.) όχι συγχρονισμένος, συνδυασμένος με άλλον
- φαινόταν ότι ήταν αγχωμένος, γιατί έκανε συνέχεια ασυντόνιστες κινήσεις
Μεταφράσεις
ασυντόνιστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.