ασυδοσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ασυδοσία | οι | ασυδοσίες |
| γενική | της | ασυδοσίας | των | ασυδοσιών |
| αιτιατική | την | ασυδοσία | τις | ασυδοσίες |
| κλητική | ασυδοσία | ασυδοσίες | ||
| ο πληθυντικός είναι σπάνιος | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασυδοσία < ασύδο(τος) + -σία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.si.ðoˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐συ‐δο‐σί‐α
Ουσιαστικό
ασυδοσία θηλυκό
- (λόγιο) η ανεξέλεγκτη ελευθερία λόγου ή πράξεων ενός ατόμου ή οργανισμού, το να μην περιορίζεται κάποιος από κάποιον ηθικό ή νομικό φραγμό
- ※ Πέρασε δυό χρόνια λευτεριάς, ασυδοσίας.
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ※ Πέρασε δυό χρόνια λευτεριάς, ασυδοσίας.
Αναφορές
- ασυδοσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.