αστρολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστρολογικός η αστρολογική το αστρολογικό
      γενική του αστρολογικού της αστρολογικής του αστρολογικού
    αιτιατική τον αστρολογικό την αστρολογική το αστρολογικό
     κλητική αστρολογικέ αστρολογική αστρολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστρολογικοί οι αστρολογικές τα αστρολογικά
      γενική των αστρολογικών των αστρολογικών των αστρολογικών
    αιτιατική τους αστρολογικούς τις αστρολογικές τα αστρολογικά
     κλητική αστρολογικοί αστρολογικές αστρολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αστρολογικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αστρολογικός, -ή, -ό

αστρολογική πρόβλεψη
αστρολογικό βιβλίο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.