αστρογεωλογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστρογεωλογία οι αστρογεωλογίες
      γενική της αστρογεωλογίας των αστρογεωλογιών
    αιτιατική την αστρογεωλογία τις αστρογεωλογίες
     κλητική αστρογεωλογία αστρογεωλογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αστρογεωλογία < αστρο- + γεωλογία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

αστρογεωλογία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.