αστράτευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αστράτευτος | η | αστράτευτη | το | αστράτευτο |
| γενική | του | αστράτευτου | της | αστράτευτης | του | αστράτευτου |
| αιτιατική | τον | αστράτευτο | την | αστράτευτη | το | αστράτευτο |
| κλητική | αστράτευτε | αστράτευτη | αστράτευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αστράτευτοι | οι | αστράτευτες | τα | αστράτευτα |
| γενική | των | αστράτευτων | των | αστράτευτων | των | αστράτευτων |
| αιτιατική | τους | αστράτευτους | τις | αστράτευτες | τα | αστράτευτα |
| κλητική | αστράτευτοι | αστράτευτες | αστράτευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αστράτευτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
αστράτευτος, -η, -ο
- που δεν υπηρέτησε ως στρατιώτης
- (μτφ.) που δε δέχεται να υπηρετήσει μια οποιοδήποτε ιδεολογία
- αστράτευτη τέχνη
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αστράτευτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.