αστράτευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστράτευτος η αστράτευτη το αστράτευτο
      γενική του αστράτευτου της αστράτευτης του αστράτευτου
    αιτιατική τον αστράτευτο την αστράτευτη το αστράτευτο
     κλητική αστράτευτε αστράτευτη αστράτευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστράτευτοι οι αστράτευτες τα αστράτευτα
      γενική των αστράτευτων των αστράτευτων των αστράτευτων
    αιτιατική τους αστράτευτους τις αστράτευτες τα αστράτευτα
     κλητική αστράτευτοι αστράτευτες αστράτευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αστράτευτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αστράτευτος, -η, -ο

  1. που δεν υπηρέτησε ως στρατιώτης
  2. (μτφ.) που δε δέχεται να υπηρετήσει μια οποιοδήποτε ιδεολογία
    αστράτευτη τέχνη

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.