αστιατρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αστιατρικός | η | αστιατρική | το | αστιατρικό |
| γενική | του | αστιατρικού | της | αστιατρικής | του | αστιατρικού |
| αιτιατική | τον | αστιατρικό | την | αστιατρική | το | αστιατρικό |
| κλητική | αστιατρικέ | αστιατρική | αστιατρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αστιατρικοί | οι | αστιατρικές | τα | αστιατρικά |
| γενική | των | αστιατρικών | των | αστιατρικών | των | αστιατρικών |
| αιτιατική | τους | αστιατρικούς | τις | αστιατρικές | τα | αστιατρικά |
| κλητική | αστιατρικοί | αστιατρικές | αστιατρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αστιατρικός
- ο σχετικός με τη δημόσια υγεία στις πόλεις
- αστιατρική υπηρεσία
Μεταφράσεις
αστιατρικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.