αστίατρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αστίατρος | οι | αστίατροι |
| γενική | του | αστιάτρου & αστίατρου |
των | αστιάτρων |
| αιτιατική | τον | αστίατρο | τους | αστιάτρους & αστίατρους |
| κλητική | αστίατρε | αστίατροι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αστίατρος αρσενικό ή θηλυκό
- κρατικός γιατρός που φροντίζει για τη δημόσια υγεία στις πόλεις
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αστίατρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.