ασούβλιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασούβλιστος η ασούβλιστη το ασούβλιστο
      γενική του ασούβλιστου της ασούβλιστης του ασούβλιστου
    αιτιατική τον ασούβλιστο την ασούβλιστη το ασούβλιστο
     κλητική ασούβλιστε ασούβλιστη ασούβλιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασούβλιστοι οι ασούβλιστες τα ασούβλιστα
      γενική των ασούβλιστων των ασούβλιστων των ασούβλιστων
    αιτιατική τους ασούβλιστους τις ασούβλιστες τα ασούβλιστα
     κλητική ασούβλιστοι ασούβλιστες ασούβλιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασούβλιστος < α- στερητικό + σουβλίζω + -τος

Επίθετο

ασούβλιστος, -η, -ο

  1. που δεν τον έχουν σουβλίσει
    μ'αυτά που έγιναν πασχαλιάτικα, μας έμεινε και το αρνί ασούβλιστο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.