ασούβλιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασούβλιστος | η | ασούβλιστη | το | ασούβλιστο |
| γενική | του | ασούβλιστου | της | ασούβλιστης | του | ασούβλιστου |
| αιτιατική | τον | ασούβλιστο | την | ασούβλιστη | το | ασούβλιστο |
| κλητική | ασούβλιστε | ασούβλιστη | ασούβλιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασούβλιστοι | οι | ασούβλιστες | τα | ασούβλιστα |
| γενική | των | ασούβλιστων | των | ασούβλιστων | των | ασούβλιστων |
| αιτιατική | τους | ασούβλιστους | τις | ασούβλιστες | τα | ασούβλιστα |
| κλητική | ασούβλιστοι | ασούβλιστες | ασούβλιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ασούβλιστος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν σουβλίσει
- μ'αυτά που έγιναν πασχαλιάτικα, μας έμεινε και το αρνί ασούβλιστο
Μεταφράσεις
ασούβλιστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.