ασκήτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ασκήτρια | οι | ασκήτριες |
| γενική | της | ασκήτριας | των | ασκητριών |
| αιτιατική | την | ασκήτρια | τις | ασκήτριες |
| κλητική | ασκήτρια | ασκήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασκήτρια < ελληνιστική κοινή ἀσκήτρια[1] < ἀσκητής < αρχαία ελληνική ἀσκέω
Μεταφράσεις
ασκήτρια
- ἀσκήτρια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.