ασιανολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασιανολογικός | η | ασιανολογική | το | ασιανολογικό |
| γενική | του | ασιανολογικού | της | ασιανολογικής | του | ασιανολογικού |
| αιτιατική | τον | ασιανολογικό | την | ασιανολογική | το | ασιανολογικό |
| κλητική | ασιανολογικέ | ασιανολογική | ασιανολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασιανολογικοί | οι | ασιανολογικές | τα | ασιανολογικά |
| γενική | των | ασιανολογικών | των | ασιανολογικών | των | ασιανολογικών |
| αιτιατική | τους | ασιανολογικούς | τις | ασιανολογικές | τα | ασιανολογικά |
| κλητική | ασιανολογικοί | ασιανολογικές | ασιανολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασιανολογικός < ασιανολογ(ία) ή ασιανολόγ(ος) + -ικός (μαρτυρείται από το 1890)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.si.a.no.lo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σι‐α‐νο‐λο‐γι‐κός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ασία
Μεταφράσεις
ασιανολογικός
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: ασιανολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.