ασηπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασηπτικός | η | ασηπτική | το | ασηπτικό |
| γενική | του | ασηπτικού | της | ασηπτικής | του | ασηπτικού |
| αιτιατική | τον | ασηπτικό | την | ασηπτική | το | ασηπτικό |
| κλητική | ασηπτικέ | ασηπτική | ασηπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασηπτικοί | οι | ασηπτικές | τα | ασηπτικά |
| γενική | των | ασηπτικών | των | ασηπτικών | των | ασηπτικών |
| αιτιατική | τους | ασηπτικούς | τις | ασηπτικές | τα | ασηπτικά |
| κλητική | ασηπτικοί | ασηπτικές | ασηπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.