ασεξουαλικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ασεξουαλικότητα | οι | ασεξουαλικότητες |
| γενική | της | ασεξουαλικότητας | των | ασεξουαλικοτήτων |
| αιτιατική | την | ασεξουαλικότητα | τις | ασεξουαλικότητες |
| κλητική | ασεξουαλικότητα | ασεξουαλικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασεξουαλικότητα < αγγλική asexuality
Ουσιαστικό
ασεξουαλικότητα αρσενικό
- η έλλειψη ενδιαφέροντος για το σεξ
- η μη συναίσθηση του να ανήκει κάποιος ή κάποια σε ορισμένο φύλο
Μεταφράσεις
ασεξουαλικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.