ασεξουαλικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασεξουαλικότητα οι ασεξουαλικότητες
      γενική της ασεξουαλικότητας των ασεξουαλικοτήτων
    αιτιατική την ασεξουαλικότητα τις ασεξουαλικότητες
     κλητική ασεξουαλικότητα ασεξουαλικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασεξουαλικότητα < αγγλική asexuality

Ουσιαστικό

ασεξουαλικότητα αρσενικό

  1. η έλλειψη ενδιαφέροντος για το σεξ
  2. η μη συναίσθηση του να ανήκει κάποιος ή κάποια σε ορισμένο φύλο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.