ασβός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ασβός | οι | ασβοί |
| γενική | του | ασβού | των | ασβών |
| αιτιατική | τον | ασβό | τους | ασβούς |
| κλητική | ασβέ | ασβοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
ασβός < σλαβικής προέλευσης ? (jazvă) + -ός. Συγγενή: βουλγαρική язовец (jázovec) [1]
- Κατ' άλλη άποψη,[2] < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀσβός < σλαβικής προέλευσης ? (jazvă)
Ουσιαστικό
ασβός αρσενικό
-
ασβός στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- ασβός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.