ασβός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασβός οι ασβοί
      γενική του ασβού των ασβών
    αιτιατική τον ασβό τους ασβούς
     κλητική ασβέ ασβοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασβός < σλαβικής προέλευσης ? (jazvă) + -ός. Συγγενή: βουλγαρική язовец (jázovec) [1]

Κατ' άλλη άποψη,[2] < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀσβός < σλαβικής προέλευσης ? (jazvă)

Ουσιαστικό

ασβός αρσενικό

  • (θηλαστικό ζώο) παμφάγο θηλαστικό ζώο της οικογένειας Mustelidae, νυκτόβιο, με σκληρά νύχια στα μπροστινά του πόδια για σκάψιμο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ασβός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.