ασβεστόχτιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασβεστόχτιστος η ασβεστόχτιστη το ασβεστόχτιστο
      γενική του ασβεστόχτιστου της ασβεστόχτιστης του ασβεστόχτιστου
    αιτιατική τον ασβεστόχτιστο την ασβεστόχτιστη το ασβεστόχτιστο
     κλητική ασβεστόχτιστε ασβεστόχτιστη ασβεστόχτιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασβεστόχτιστοι οι ασβεστόχτιστες τα ασβεστόχτιστα
      γενική των ασβεστόχτιστων των ασβεστόχτιστων των ασβεστόχτιστων
    αιτιατική τους ασβεστόχτιστους τις ασβεστόχτιστες τα ασβεστόχτιστα
     κλητική ασβεστόχτιστοι ασβεστόχτιστες ασβεστόχτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασβεστόχτιστος <  δείτε τη λέξη ασβεστόκτιστος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.zveˈsto.xti.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ασβεστόχτιστος

Επίθετο

ασβεστόχτιστος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.