αρχιράφτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρχιράφτης | οι | αρχιράφτες |
| γενική | του | αρχιράφτη | των | αρχιραφτών |
| αιτιατική | τον | αρχιράφτη | τους | αρχιράφτες |
| κλητική | αρχιράφτη | αρχιράφτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αρχιράφτης αρσενικό (θηλυκό αρχιράφτρα)
- (επάγγελμα) ο επικεφαλής ράφτης, αυτός που προΐσταται των ραφτών και των μοδιστριών
- ≈ συνώνυμα: τερζίμπασης (τουρκικής προέλευσης, παρωχημένο)
Μεταφράσεις
αρχιράφτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.