αρχιράπτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρχιράπτης | οι | αρχιράπτες |
| γενική | του | αρχιράπτη | των | αρχιραπτών |
| αιτιατική | τον | αρχιράπτη | τους | αρχιράπτες |
| κλητική | αρχιράπτη | αρχιράπτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αρχιράπτης αρσενικό (θηλυκό αρχιράπτρια)
- (επάγγελμα, λόγιο, σχετικά παρωχημένο) άλλη μορφή του αρχιράφτης
- ※ Μετά την αποστράτευσή του (15.04.1945), επέστρεψε στην Κύπρο και συνέχισε τα μαθήματα ραπτικής στη Λευκωσία (στον αρχιράπτη Σεβαστίδη), και κατόπιν ασχολήθηκε με το επάγγελμα της ραπτικής ανοίγοντας δικό του ραφείο.
- «Πρωτοπρεσβύτερος Χριστοφόρος Δημήτριου: π. Γεώργιος, ο θεατής της Παναγίας», Βήμα Ορθοδοξίας (12 Αυγούστου 2021)· πρόσβαση: 2023-11-17.
- ※ Μετά την αποστράτευσή του (15.04.1945), επέστρεψε στην Κύπρο και συνέχισε τα μαθήματα ραπτικής στη Λευκωσία (στον αρχιράπτη Σεβαστίδη), και κατόπιν ασχολήθηκε με το επάγγελμα της ραπτικής ανοίγοντας δικό του ραφείο.
- Ραπτάρχης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
αρχιράπτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.