αρχικηπουρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρχικηπουρός | οι | αρχικηπουροί |
| γενική | του | αρχικηπουρού | των | αρχικηπουρών |
| αιτιατική | τον | αρχικηπουρό | τους | αρχικηπουρούς |
| κλητική | αρχικηπουρέ | αρχικηπουροί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.çi.ci.puˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐κη‐που‐ρός
Ουσιαστικό
αρχικηπουρός αρσενικό
- ο επικεφαλής κηπουρός
- ※ Ἔπειτα τὰ εὐωδέστερα ἄνθη πρέπει νὰ κοπρίζωνται δαψιλῶς, διὰ νὰ φουντώνουν, ὁ δὲ κύριος ἀρχικηπουρὸς τοῦ δήμου ἐφαρμόζει λαμπρὰ τὴν μέθοδον αὐτὴν τρέφων τοὺς κυρίους ἐκλογεῖς του διὰ τοῦ θρεπτικωτέρου λιπάσματος. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κήπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.