αρχικηπουρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχικηπουρός οι αρχικηπουροί
      γενική του αρχικηπουρού των αρχικηπουρών
    αιτιατική τον αρχικηπουρό τους αρχικηπουρούς
     κλητική αρχικηπουρέ αρχικηπουροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχικηπουρός < αρχι- + κηπουρός

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.çi.ci.puˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρχικηπουρός

Ουσιαστικό

αρχικηπουρός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.