δαψιλώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δαψιλώς < (καθαρεύουσα) δαψιλῶς < αρχαία ελληνική δαψιλῶς

Προφορά

ΔΦΑ : /ða.psiˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δαψιλώς

Επίρρημα

δαψιλώς

  1. άφθονα, πλουσιοπάροχα
  2. γενναιόδωρα
      Τὸ ἀνάστημά μου θὰ διεγράφετο διὰ μίαν στιγμὴν ὑψηλὸν καὶ δεχόμενον δαψιλῶς τὸ φῶς τῆς σελήνης, ἐπάνω τοῦ βράχου. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • «δαψιλής» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.