αρχιεισαγγελέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | αρχιεισαγγελέας | οι | αρχιεισαγγελείς |
| γενική | του του/της |
αρχιεισαγγελέα αρχιεισαγγελέως |
των | αρχιεισαγγελέων |
| αιτιατική | τον/την | αρχιεισαγγελέα | τους/τις | αρχιεισαγγελείς |
| κλητική | αρχιεισαγγελέα | αρχιεισαγγελείς | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
| Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρχιεισαγγελέας < αρχι- + εισαγγελέας
Μεταφράσεις
αρχιεισαγγελέας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.