αρχιδικαστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρχιδικαστής | οι | αρχιδικαστές |
| γενική | του | αρχιδικαστή | των | αρχιδικαστών |
| αιτιατική | τον | αρχιδικαστή | τους | αρχιδικαστές |
| κλητική | αρχιδικαστή | αρχιδικαστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αρχιδικαστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.