αρχιδικαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιδικαστής οι αρχιδικαστές
      γενική του αρχιδικαστή των αρχιδικαστών
    αιτιατική τον αρχιδικαστή τους αρχιδικαστές
     κλητική αρχιδικαστή αρχιδικαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχιδικαστής < αρχι- + δικαστής

Ουσιαστικό

αρχιδικαστής αρσενικό

  1. ο πρώτος δικαστής
  2. δικαστικός τίτλος στην Αγγλία και τις ΗΠΑ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.