αρτηριογραφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρτηριογραφικός η αρτηριογραφική το αρτηριογραφικό
      γενική του αρτηριογραφικού της αρτηριογραφικής του αρτηριογραφικού
    αιτιατική τον αρτηριογραφικό την αρτηριογραφική το αρτηριογραφικό
     κλητική αρτηριογραφικέ αρτηριογραφική αρτηριογραφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρτηριογραφικοί οι αρτηριογραφικές τα αρτηριογραφικά
      γενική των αρτηριογραφικών των αρτηριογραφικών των αρτηριογραφικών
    αιτιατική τους αρτηριογραφικούς τις αρτηριογραφικές τα αρτηριογραφικά
     κλητική αρτηριογραφικοί αρτηριογραφικές αρτηριογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρτηριογραφικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αρτηριογραφικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.