αρσενικούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρσενικούχος η αρσενικούχα το αρσενικούχο
      γενική του αρσενικούχου της αρσενικούχας του αρσενικούχου
    αιτιατική τον αρσενικούχο την αρσενικούχα το αρσενικούχο
     κλητική αρσενικούχε αρσενικούχα αρσενικούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρσενικούχοι οι αρσενικούχες τα αρσενικούχα
      γενική των αρσενικούχων των αρσενικούχων των αρσενικούχων
    αιτιατική τους αρσενικούχους τις αρσενικούχες τα αρσενικούχα
     κλητική αρσενικούχοι αρσενικούχες αρσενικούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρσενικούχος < αρσενικό + -ούχος

Επίθετο

αρσενικούχος, -α, -ο

  • (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο αρσενικού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.