αρκαδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρκαδικός | η | αρκαδική | το | αρκαδικό |
| γενική | του | αρκαδικού | της | αρκαδικής | του | αρκαδικού |
| αιτιατική | τον | αρκαδικό | την | αρκαδική | το | αρκαδικό |
| κλητική | αρκαδικέ | αρκαδική | αρκαδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρκαδικοί | οι | αρκαδικές | τα | αρκαδικά |
| γενική | των | αρκαδικών | των | αρκαδικών | των | αρκαδικών |
| αιτιατική | τους | αρκαδικούς | τις | αρκαδικές | τα | αρκαδικά |
| κλητική | αρκαδικοί | αρκαδικές | αρκαδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρκαδικός < αρχαία ελληνική ἀρκαδικός
Επίθετο
αρκαδικός
- της Αρκαδίας, από την Αρκαδία
Μεταφράσεις
αρκαδικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.