αριθμολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | αριθμολόγος | οι | αριθμολόγοι |
| γενική | του/της | αριθμολόγου | των | αριθμολόγων |
| αιτιατική | τον/την | αριθμολόγο | τους/τις | αριθμολόγους |
| κλητική | αριθμολόγε | αριθμολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αριθμολόγος < αριθμολογ(ία) + -ος
Μεταφράσεις
αριθμολόγος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.