αριθμολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αριθμολογία οι αριθμολογίες
      γενική της αριθμολογίας των αριθμολογιών
    αιτιατική την αριθμολογία τις αριθμολογίες
     κλητική αριθμολογία αριθμολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αριθμολογία < αριθμ(ός) + -ο- + -λογία

Ουσιαστικό

αριθμολογία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.