αργυρούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αργυρούχος η αργυρούχα το αργυρούχο
      γενική του αργυρούχου της αργυρούχας του αργυρούχου
    αιτιατική τον αργυρούχο την αργυρούχα το αργυρούχο
     κλητική αργυρούχε αργυρούχα αργυρούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αργυρούχοι οι αργυρούχες τα αργυρούχα
      γενική των αργυρούχων των αργυρούχων των αργυρούχων
    αιτιατική τους αργυρούχους τις αργυρούχες τα αργυρούχα
     κλητική αργυρούχοι αργυρούχες αργυρούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αργυρούχος < άργυρος + -ούχος

Επίθετο

αργυρούχος, -α, -ο

  • (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο αργύρου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.