αργκοτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αργκοτικός | η | αργκοτική | το | αργκοτικό |
| γενική | του | αργκοτικού | της | αργκοτικής | του | αργκοτικού |
| αιτιατική | τον | αργκοτικό | την | αργκοτική | το | αργκοτικό |
| κλητική | αργκοτικέ | αργκοτική | αργκοτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αργκοτικοί | οι | αργκοτικές | τα | αργκοτικά |
| γενική | των | αργκοτικών | των | αργκοτικών | των | αργκοτικών |
| αιτιατική | τους | αργκοτικούς | τις | αργκοτικές | τα | αργκοτικά |
| κλητική | αργκοτικοί | αργκοτικές | αργκοτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αργκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.