απράυντος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απράυντος | η | απράυντη | το | απράυντο |
| γενική | του | απράυντου | της | απράυντης | του | απράυντου |
| αιτιατική | τον | απράυντο | την | απράυντη | το | απράυντο |
| κλητική | απράυντε | απράυντη | απράυντο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απράυντοι | οι | απράυντες | τα | απράυντα |
| γενική | των | απράυντων | των | απράυντων | των | απράυντων |
| αιτιατική | τους | απράυντους | τις | απράυντες | τα | απράυντα |
| κλητική | απράυντοι | απράυντες | απράυντα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απράυντος < ελληνιστική κοινή ἀπράϋντος[1] < αρχαία ελληνική πραΰνω < πραΰς / πρᾶος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
απράυντος
|
|
Αναφορές
- ἀπράϋντος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
- απράυντος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.