αποψινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποψινός η αποψινή το αποψινό
      γενική του αποψινού της αποψινής του αποψινού
    αιτιατική τον αποψινό την αποψινή το αποψινό
     κλητική αποψινέ αποψινή αποψινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποψινοί οι αποψινές τα αποψινά
      γενική των αποψινών των αποψινών των αποψινών
    αιτιατική τους αποψινούς τις αποψινές τα αποψινά
     κλητική αποψινοί αποψινές αποψινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποψινός < απόψε + -ινός

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.psiˈnos/

Επίθετο

αποψινός, -ή, -ό

  • που θα γίνει ή έχει γίνει απόψε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.