αποχετευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποχετευτικός | η | αποχετευτική | το | αποχετευτικό |
| γενική | του | αποχετευτικού | της | αποχετευτικής | του | αποχετευτικού |
| αιτιατική | τον | αποχετευτικό | την | αποχετευτική | το | αποχετευτικό |
| κλητική | αποχετευτικέ | αποχετευτική | αποχετευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποχετευτικοί | οι | αποχετευτικές | τα | αποχετευτικά |
| γενική | των | αποχετευτικών | των | αποχετευτικών | των | αποχετευτικών |
| αιτιατική | τους | αποχετευτικούς | τις | αποχετευτικές | τα | αποχετευτικά |
| κλητική | αποχετευτικοί | αποχετευτικές | αποχετευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποχετευτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
αποχετευτικός
- αυτός που σχετίζεται με την αποχέτευση.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.