αποτυμπανισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποτυμπανισμός οι αποτυμπανισμοί
      γενική του αποτυμπανισμού των αποτυμπανισμών
    αιτιατική τον αποτυμπανισμό τους αποτυμπανισμούς
     κλητική αποτυμπανισμέ αποτυμπανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποτυμπανισμός < (ελληνιστική κοινή) ἀποτυμπανισμός

Ουσιαστικό

αποτυμπανισμός αρσενικό

Συγγενικά

 δείτε τις λέξεις αποτυμπανίζω, τυμπανίζω και τύμπανο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.