αποσκιρτώ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αποσκιρτώ
<
(
ελληνιστική κοινή
)
ἀποσκιρτῶ
Ρήμα
αποσκιρτώ
μεταπηδώ
σε άλλο πολιτικό, ιδεολογικό κλπ χώρο
αυτομολώ
Ένας σοβιετικός κατάσκοπος
αποσκίρτησε
στη
Δύση
.
Συγγενικά
αποσκίρτηση
Μεταφράσεις
αποσκιρτώ
αγγλικά
:
defect
(en)
γαλλικά
:
faire défection
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.