αποξηραντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποξηραντικός | η | αποξηραντική | το | αποξηραντικό |
| γενική | του | αποξηραντικού | της | αποξηραντικής | του | αποξηραντικού |
| αιτιατική | τον | αποξηραντικό | την | αποξηραντική | το | αποξηραντικό |
| κλητική | αποξηραντικέ | αποξηραντική | αποξηραντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποξηραντικοί | οι | αποξηραντικές | τα | αποξηραντικά |
| γενική | των | αποξηραντικών | των | αποξηραντικών | των | αποξηραντικών |
| αιτιατική | τους | αποξηραντικούς | τις | αποξηραντικές | τα | αποξηραντικά |
| κλητική | αποξηραντικοί | αποξηραντικές | αποξηραντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποξηραντικός < αποξηραίνω + -τικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.ksi.ɾan.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐ξη‐ρα‐ντι‐κός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποξηραίνω και ξηρός
Μεταφράσεις
αποξηραντικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.