απονίψιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απονίψιμο | τα | απονιψίματα |
| γενική | του | απονιψίματος | των | απονιψιμάτων |
| αιτιατική | το | απονίψιμο | τα | απονιψίματα |
| κλητική | απονίψιμο | απονιψίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
απονίψιμο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.