απονίψιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απονίψιμο τα απονιψίματα
      γενική του απονιψίματος των απονιψιμάτων
    αιτιατική το απονίψιμο τα απονιψίματα
     κλητική απονίψιμο απονιψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απονίψιμο < απονίπτω + -ιμο

Ουσιαστικό

απονίψιμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.