απονίπτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απονίπτω < (ελληνιστική κοινή) ἀπονίπτω < αρχαία ελληνική ἀπονίζω

Ρήμα

απονίπτω (παθητική φωνή: απονίπτομαι)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.