απομύζηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απομύζηση οι απομυζήσεις
      γενική της απομύζησης* των απομυζήσεων
    αιτιατική την απομύζηση τις απομυζήσεις
     κλητική απομύζηση απομυζήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απομυζήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απομύζηση < απομυζη- (< καθαρεύουσα: ἀπομύζησις < ἀπομυζῶ + -σις) + -ση [1]

Ουσιαστικό

απομύζηση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του απομυζώ
  2. (μεταφορικά) παρασιτισμός, συστηματική απόσπαση χρηματικού οφέλους με τρόπο δόλιο και επιλήψιμο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.