απομνημονευματογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | απομνημονευματογράφος | οι | απομνημονευματογράφοι |
| γενική | του/της | απομνημονευματογράφου | των | απομνημονευματογράφων |
| αιτιατική | τον/την | απομνημονευματογράφο | τους/τις | απομνημονευματογράφους |
| κλητική | απομνημονευματογράφε | απομνημονευματογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απομνημονευματογράφος < απομνημόνευμα απομνημονεύματ- + -ο- + -γράφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.