απολυόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απολυόμενος | η | απολυόμενη | το | απολυόμενο |
| γενική | του | απολυόμενου | της | απολυόμενης | του | απολυόμενου |
| αιτιατική | τον | απολυόμενο | την | απολυόμενη | το | απολυόμενο |
| κλητική | απολυόμενε | απολυόμενη | απολυόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απολυόμενοι | οι | απολυόμενες | τα | απολυόμενα |
| γενική | των | απολυόμενων | των | απολυόμενων | των | απολυόμενων |
| αιτιατική | τους | απολυόμενους | τις | απολυόμενες | τα | απολυόμενα |
| κλητική | απολυόμενοι | απολυόμενες | απολυόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απολυόμενος μετοχή ενεστώτα του απολύομαι
Μετοχή
απολυόμενος,η,ο
- εκείνος που απολύεται αυτή τη στιγμή, που μπορεί να απολυθεί, θα απολυθεί, που τυχόν θα απολυθεί, που είναι υπό απόλυση
- οι απολυόμενοι δικαιούνται αποζημίωσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.