απολυτίκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απολυτίκιο τα απολυτίκια
      γενική του απολυτίκιου των απολυτίκιων
    αιτιατική το απολυτίκιο τα απολυτίκια
     κλητική απολυτίκιο απολυτίκια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απολυτίκιο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀπολυτίκιον / ἀπολυτίκιν [1]  δείτε  ελληνιστική κοινή ἀπολυτικός, αρχαία ελληνική ἀπολύω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.liˈti.ci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απολυτίκιο

Ουσιαστικό

απολυτίκιο ουδέτερο

  • (χριστιανισμός, μουσική) εκκλησιαστικό τροπάριο που σχετίζεται με την εορτή της ημέρας και που ψάλλεται πριν την απόλυση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.