απολυτήριες εξετάσεις
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | απολυτήριες εξετάσεις | ||
| γενική | των | απολυτηρίων εξετάσεων | ||
| αιτιατική | τις | απολυτήριες εξετάσεις | ||
| κλητική | απολυτήριες εξετάσεις | |||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απολυτήριες εξετάσεις < → δείτε τις λέξεις απολυτήριες και εξετάσεις
Πολυλεκτικός όρος
απολυτήριες εξετάσεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (εκπαίδευση) εξετάσεις που με τη θετική ολοκλήρωσή τους οι εξεταζόμενοι αποφοιτούν από τη σχολική βαθμίδα στην οποία βρίσκονται / φοιτούν (γυμνάσιο, λύκειο κ.λπ.)
- ※ Αρχίζουν σήμερα οι προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις των μαθητών και των μαθητριών στο Γυμνάσιο, οι οποίες θα διαρκέσουν μέχρι 15 Ιουνίου. Δεν είχαν διεξαχθεί τα τελευταία δύο χρόνια λόγω της πανδημίας. (Εφημερίδα των Συντακτών, 01.06.2022)
Μεταφράσεις
απολυτήριες εξετάσεις
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.