απολυτήριες εξετάσεις

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι απολυτήριες εξετάσεις
      γενική των απολυτηρίων εξετάσεων
    αιτιατική τις απολυτήριες εξετάσεις
     κλητική απολυτήριες εξετάσεις
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απολυτήριες εξετάσεις <  δείτε τις λέξεις απολυτήριες και εξετάσεις

Πολυλεκτικός όρος

απολυτήριες εξετάσεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.