απολογηθείς
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
απολογηθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απολογούμαι
- θα απολογηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απολογούμαι
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απολογηθείς & απολογηθέντας |
η | απολογηθείσα | το | απολογηθέν |
| γενική | του | απολογηθέντος & απολογηθέντα |
της | απολογηθείσας & απολογηθείσης* |
του | απολογηθέντος |
| αιτιατική | τον | απολογηθέντα | την | απολογηθείσα | το | απολογηθέν |
| κλητική | απολογηθείς & απολογηθέντα |
απολογηθείσα | απολογηθέν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απολογηθέντες | οι | απολογηθείσες | τα | απολογηθέντα |
| γενική | των | απολογηθέντων | των | απολογηθεισών | των | απολογηθέντων |
| αιτιατική | τους | απολογηθέντες | τις | απολογηθείσες | τα | απολογηθέντα |
| κλητική | απολογηθέντες | απολογηθείσες | απολογηθέντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απολογηθείς < λόγια μετοχή παθητικού αορίστου του απολογούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.