απολογηθείς

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

απολογηθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απολογούμαι
  2. θα απολογηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απολογούμαι
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απολογηθείς
& απολογηθέντας
η απολογηθείσα το απολογηθέν
      γενική του απολογηθέντος
& απολογηθέντα
της απολογηθείσας
& απολογηθείσης*
του απολογηθέντος
    αιτιατική τον απολογηθέντα την απολογηθείσα το απολογηθέν
     κλητική απολογηθείς
& απολογηθέντα
απολογηθείσα απολογηθέν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απολογηθέντες οι απολογηθείσες τα απολογηθέντα
      γενική των απολογηθέντων των απολογηθεισών των απολογηθέντων
    αιτιατική τους απολογηθέντες τις απολογηθείσες τα απολογηθέντα
     κλητική απολογηθέντες απολογηθείσες απολογηθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές


Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απολογηθείς < λόγια μετοχή παθητικού αορίστου του απολογούμαι

Μετοχή

απολογηθείς

  1. που απολογήθηκε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.