απολίνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απολίνωση οι απολινώσεις
      γενική της απολίνωσης* των απολινώσεων
    αιτιατική την απολίνωση τις απολινώσεις
     κλητική απολίνωση απολινώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απολινώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απολίνωση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀπολίνω(σις) ή όψιμη ελληνιστική κοινή + -ση < ἀπολινόω  δείτε τη λέξη λίνον

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈli.no.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απολίνωση

Ουσιαστικό

απολίνωση θηλυκό

  • (ιατρική) το δέσιμο ενός μέρους του σώματος, όπως αιμοφόρου αγγείου, φυσικού αγωγού, φλέβας, προκειμένου να σταματήσει η ροή του αίματος.
    μετά τη χειρουργική επέμβαση γίνεται η απολίνωση του αποκομμένου τμήματος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.