ligature
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈlɪɡətʃɚ/
Ουσιαστικό
ligature (en)
- επίδεσμος
- περίδεση, απολίνωση
- (γράμμα) η λιγκατούρα, η συνένωση δύο ή περισσοτέρων γραμμάτων
- δείτε επίσης: Orthographic ligature στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (μουσική) η λεγκατούρα
- δείτε επίσης: Ligature (music) στην αγγλική Βικιπαίδεια
-
ligature στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.