αποκωδικοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκωδικοποίηση οι αποκωδικοποιήσεις
      γενική της αποκωδικοποίησης* των αποκωδικοποιήσεων
    αιτιατική την αποκωδικοποίηση τις αποκωδικοποιήσεις
     κλητική αποκωδικοποίηση αποκωδικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκωδικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποκωδικοποίηση < αποκωδικοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

αποκωδικοποίηση θηλυκό

  1. το αποτέλεσμα και η ενέργεια του αποκωδικοποιώ, η ερμηνεία, η μετατροπή κάποιων στοιχείων με τρόπο ώστε αυτά να είναι πιο καταληπτά, να ερμηνεύονται πιο εύκολα ή να μεταφέρονται σε μια άλλη γλώσσα
  2. αποκρυπτογράφηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.